- φταρμός
- ο1. φτάρμισμα (βλ. λ.).2. φτάρνισμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φταρμός — (I) ο, Ν φτάρμισμα, βασκανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος –φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω]. (II) ο, Ν βλ. πταρμός … Dictionary of Greek
πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… … Dictionary of Greek